Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Ιστορία του καρναβαλιού


Οι αποκριάτικες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, που δεν έχουν απολύτως καμιά σχέση με το χριστιανικό πνεύμα και το χριστιανικό εορτολόγιο, έχουν πανάρχαιες τις ρίζες τους και ο χριστιανισμός όχι μόνο δεν τις εξάλειψε αλλά τις ανέχτηκε και τις άφησε να προσαρμοστούν με το εορτολόγιό του. Κι επειδή γινόταν στο τέλος του χειμώνα με τις αρχές της άνοιξης, καθιερώθηκαν να γίνονται την Αποκριά. Η αρχή των αποκριάτικων αυτών εκδηλώσεων, όπως και σήμερα συμβαίνει με τη αναβίωση των εθίμων, γινόταν αισθητή την "Τσικνοπέμπτη". Αυτή την ημέρα και ο πιο φτωχός έπρεπε να "τσικνώσει τη γωνιά του" αφού κάτι θα έβρισκε να ψήσει στη φωτιά και η τσίκνα, η κνίσα δηλαδή, θα μοσχοβολούσε το σπίτι κι όλη τη γειτονιά.

Βασικό χαρακτηριστικό είναι το τρικούβερτο γλέντι. Συγγενείς και φίλοι τρώνε όλοι μαζί, πίνουν, τραγουδούν, χορεύουν και γλεντούν στα σπίτια τους, στα κέντρα διασκέδασης, στους οργανωμένους χορούς, στο καρναβάλι και στους φανούς. Το κύριο γνώρισμα στις εκδηλώσεις αυτές είναι οι μεταμφιέσεις. Οι μεταμφιεσμένοι έχουν διάφορα ονόματα, αλλά το κοινότερο που έχει επικρατήσει είναι "Μασκαράδες" και "Καρναβάλια".

Προέλευση καρναβαλιών

Οι μεταμφιέσεις επικρατούσαν από τα παλιά χρόνια, όχι μόνο στο Βυζάντιο, που η Αποκριά έπαιρνε πάνδημο χαρακτήρα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη και σε άλλους λαούς. Το καρναβάλι θεωρείται σήμερα υπερεθνική γιορτή με κοινή καταγωγή κι αφετηρία ανεξάρτητα από τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους γίνεται από τόπο σε τόπο. Είναι, κατά τους εθνολόγους, κατάλοιπο μιας πανάρχαιας γιορτής που έχει τις ρίζες του στην νεολιθική εποχή.

Γενικά επικρατεί η γνώμη ότι οι γιορτές αυτές των καρναβαλιών καθιερώθηκαν για να συμβολίζουν το θάνατο του χειμώνα με τον ερχομό της άνοιξης και για να προκαλούν οι πρωτόγονοι λαοί με τις μεταμφιέσεις την "καλή χρονιά" για "καρποφορία και γονιμότητα της γης".

Κυρίαρχο στοιχείο, λένε, των παλιών μεταμφιέσεων είναι οι προσωπίδες από γιδοτόμαρο και τραγίσια κέρατα ώστε να μοιάζουν με τράγους, που είναι αρχηγοί των κοπαδιών, στα γκισέμια. Οι μεταμφιεσμένοι φορούν επίσης κυπριά και κουδούνια όπως τα γιδοπρόβατα και κάνουν άσεμνες κινήσεις μιμούμενοι τους τράγους. Τα φαγητά που τρώγονται τις αποκριές είναι κατ' εξοχήν κτηνοτροφικά ώστε να έχουμε την εβδομάδα της κρεατινής με κρέατα και της τυρινής με γαλακτοκομικά προϊόντα. Τα στοιχεία αυτά συναντιόνται στην Αρχαία Ελλάδα και Αρχαία Ρώμη, όπου γιόρταζαν τα Κρόνια και τα Σατουρνάλια με τον ίδιο τρόπο και οι εορταστές ντύνονταν με τραγοτόμαρα μιμούμενοι τους τράγους, τις κατσίκες και τα πρόβατα.

Από τους παλιούς θεούς - ζώα αναδείχτηκαν το βόδι, ο τράγος και το κριάρι. Τα ζώα αυτά ασκούσαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου και οι κτηνοτροφικές φυλές ξεχώριζαν σε «Βοοτρόφους» και «Αιγοπροβατοτρόφους». Σε σύγκρουση, που έγινε μεταξύ των δύο φυλών, υπερίσχυσαν οι αιγοπροβατοτρόφοι, όπως μαρτυρεί ο μύθος ότι οι Πάνες, οι τραγόμορφοι θεοί, αιχμαλώτισαν τις ιερές αγελάδες αφού συγκρούστηκαν με το ήρωα της φυλής των βοοτρόφων.

Η νικήτρια φυλή καθιέρωσε, λένε ερευνητές, τις γιορτές αυτές τιμώντας τους θεούς της, τα Τοτέμ, και η αμφίεση σε ζώα τράγους αποτελούσε την επίσημη πανηγυρική φορεσιά με κουδούνια και κυπριά και οι πανηγυριστές παρίσταναν περισσότερο τον τράγο ως στοιχείο γονιμότητας και ευφορίας.

Κατάλοιπο της μεγάλης σύγκρουσης των δύο φυλών ήταν η καθιερωμένη παράστασή της, που επικρατούσε παλιότερα: να χωρίζονται δηλαδή οι καρναβαλιστές σε δύο στρατόπεδα και να συγκρούονται μεταξύ τους χωρίς λόγο μέχρι θανάτου για να μην αφήσουν τόπο στους άλλους να περάσουν αν το δρομάκι ήταν στενό κι έπρεπε κάποια από τις ομάδες να παραμερίσει. Οι συγκρούσεις αυτές ήταν το κυρίαρχο στοιχείο παντού στις γιορτές του καρναβαλιού κι είναι πολλές οι περιοχές που φέρουν ονόματα όπως: Βαρεμένοι στις Γούλες, Κομμένοι στην Αιανή, Ματωμένες πέτρες στα Όντρια, Κοφτερή Ράχη στη Δραγασιά, και "της Μπίλιως τα Νημόρια" στην Κοζάνη. Οι πέτρες με τα όπλα που μεταχειρίζονταν παλιότερα στις συγκρούσεις αυτές, αντικαταστήθηκαν στις μέρες μας με τον ακίνδυνο χαρτοπόλεμο που γίνεται με σερπαντίνες και κομφετί, ως τελευταία ανάμνηση κι αναπαράσταση των τρομερών μαχών που έγιναν .

Η ερμηνεία της λέξης "Καρναβάλι", που δίνουν οι Έλληνες και οι ξένοι λαογράφοι, ότι δηλαδή προέρχεται από το λατινικό CARNE και LEYALEM, που σημαίνει αποχή από το κρέας, φαίνεται ότι δεν είναι σωστή, γιατί πρωταρχικό γνώρισμα των εορτών αυτών δεν είναι η αποχή αλλά η υπερκατανάλωση και το πλούσιο φαγοπότι, που πρέπει και ο πιο φτωχός να κάνει. Η λέξη αυτή, τονίζει ο ερευνητής και λαογράφος Μάνος Φαλτλαιτς, πρέπει να προέρχεται από τις λέξεις "ΚΟΡΝ", δηλαδή κέρατο, και "ΒΑΑΛ ή ΒΗΛΟΣ", που ήταν η επίσημη ονομασία του Θεού-Βοδιού. Η γιορτή των καρναβαλιών λοιπόν σημαίνει "ΒΟΪΔΟΚΕΡΑΤΟ" και δόθηκε ειρωνικά για να θυμίζει τη νίκη των αιγοπροβατοτρόφων εναντίων των βοϊδοτρόφων και του θεού ΒΑΑΛ.

Οι ρίζες του πιο διάσημου καρναβαλιού της Ευρώπης εντοπίζονται στο 1162, όταν μια αποφασιστικής σημασίας μάχη της Δημοκρατίας της Βενετίας κατέληξε σε νίκη, οδηγώντας το πλήθος σε χορούς και πανηγύρι στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Έκτοτε το Καρναβάλι της Βενετίας έμελλε να γίνει θεσμός. Σε αυτό συνετέλεσε ιδιαίτερα και η παρουσία της μάσκας από το 1268. Οι Βενετσιάνοι φορούσαν μάσκες για πολλούς μήνες κατά τη διάρκεια του έτους προκειμένου να κρατούν μακριά από τις ιδιωτικές τους στιγμές τα αδιάκριτα βλέμματα. Σε τέτοιο βαθμό τούς είχε κυριεύσει η φρενίτιδα της μάσκας, που οι Αρχές της πόλης αναγκάστηκαν να απαγορεύσουν διά νόμου οποιαδήποτε μεταμφίεση ακόμη και την εποχή του καρναβαλιού, καθώς η κατάσταση είχε ξεφύγει. Από το 18ο αιώνα στις καρναβαλικές εκδηλώσεις άρχισαν να προστίθενται και οι περίφημοι μεγάλοι χοροί, στους οποίους μπορούσε να συμμετάσχει με τη βοήθεια του μασκαρέματος και ο απλός λαός.

Το πρώτο πάρτι καρναβαλικών ρυθμών στη Βραζιλία έγινε το 1641, όταν ο κυβερνήτης του Ρίο αποφάσισε να καθιερωθεί μια ολόκληρη εβδομάδα εορτασμού προς τιμήν της στέψης τού τότε βασιλιά της Πορτογαλίας. Ο λαός της Βραζιλίας ενθουσιάστηκε με την απόφαση αυτή, και από τότε συντηρήθηκε και φυσικά ενισχύθηκε το «καρναβαλικό» πνεύμα των συγκεκριμένων ημερών. Τα πρώτα πληρώματα μάλιστα εμπνεύστηκαν από το «entrudo», το έθιμο των Πορτογάλων μεταναστών να πετούν ο ένας στον άλλον υλικά που έφτιαχναν αναμειγνύοντας υγρά με σκόνη κάθε μορφής. Σε αυτή την περίοδο εντοπίζονται οι ρίζες των σύγχρονων μαχών με αυγά, λεμόνια ή αλεύρι, έθιμο που εξακολουθεί να αναβιώνει σε πολλές βραζιλιάνικες γειτονιές. Οι μασκέ χοροί εισήχθησαν στο Ρίο από την Ιταλία στα τέλη του 19ου αιώνα και η χρυσή εποχή τους ήταν τις δεκαετίες του '30 και του '50 με τους πιο μυθικούς να γίνονται στο «Copacabana Palace» και στο «Municipal Theater»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου