από τον Μπάμπη (Call Me Pro...) Παππά
Ευελπίδης: Ευθεία πάμε η δεξιά; Που να'ναι λες το σπίτι του παλαβόυ Τηρέα;
Πεισέτερος: Εμένα ρωτας βρε χαζοβιόλη; Κοίτα το GPRS ή άνοιξε τον χάρτη.
Ευελπίδης: Μα το Δία, έσπασε το GPRS και χάσαμε το χάρτη. Άδικα τόσο δρόμο κάναμε. Έτσι όπως πάμε θα χαθούμε.
Πεισέτερος: Εύγε σαΐνι μου. Τώρα ούτε πίσω μπορούμε να γυρίσουμε. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ακούω την ιδέα σου τον δρόμο για να βρούμε.
Ευελπίδης: Λοιπόν τον δρόμο αν βρω θα πάψεις να με βρίζεις και ότι είμαι πιο έξυπνος σε όλους θα διατυμπανίζεις.
Πεισέτερος: Μα τους Θεούς τι λέει αυτος, μήπως τρελάθηκε ολοσδιόλου; Μήπως επειδή χαθήκαμε δεν του'μεινε μυαλό καθόλου; Τώρα να δούμε πως θα φύγουμε απο'δώ, τον Τηρέα για να βρούμε, τον άνθρωπο που έγινε Τσαλαπετεινός και όλοι γιάυτόν μιλούνε.
Ευελπίδης: Απο'δώ ούτε ο Παλαιοκώστας δεν μπορεί να φύγει. Αχ! Πάμε πισω στην πατρίδα, κάνε μου ετούτο το χατίρι.
Πεισέτερος: Άστα, μας πήρε στο λαιμό του ο Πακιστανός στο παζάρι. Μας πούλησε ελαττωματικό GPRS που να τον πάρει.
Ευελπίδης: Τι τρομερό, τι τρομερό! Τόση ώρα να ψάχνω τον Τηρέα για να βρω. Μα να μην υπάρχει ούτε ένας δρόμος, ένα μονοπάτι. Μάλλον μας'πιάσαν κότσο, μάλλον είναι απάτη.
Πεισέτερος: Σαν νά'χεις δίκιο μα τώρα πίσω δεν γυρνάμε. 'Οντα εφήμερα θνητοί κακορίζικοι, πολίτες της Αθήνας δεν θα παραμείνουμε γιατί δεν αντέχουμε άλλο πια τους αστυνομικούς να σκοτώνουν αντί να προστατεύουν, τις τράπεζες να κατάσχουν τα πάντα. 'Ολα αυτά δεν θα ανεχτούμε. Αγανακτώ απ΄τις πράξεις και τις σκέψεις ανάξιων ανδρών και τριγυρνάω αναζητώντας έναν τόπο μαγικό.Τώρα μάλιστα που και τη δουλειά μας χάσαμε το μόνο που μας μένει είναι να φύγουμε απ'αυτήν την καταραμένη πόλη.
Πάμε να ζήσουμε σ'έναν τόπο ήσυχο που άνθρωποι και υποχρεώσεις δεν θα υπάρχουν, θα υπάρχει μόνο σχόλη.
Ευελπίδης: Να είσαι σίγουρος πως θα βρούμε έναν τέτοιο.
Πεισέτερος: Σούτ! Σαν κάτι ν'ακούω! Λες να είναι κάποιος που ξέρει τον Τσαλαπετεινό και που θα τον βρούμε ή πάλι άδικα σε άγνωστο τόπο θα τριγυρνούμε. << Είναι κανείς εδώ; >> Τι στο καλό κουφοί είναι όλοι; Δεν ακούν που τους φωνάζω;
Ευελπίδης: Έχω μια ιδέα! Χτύπα με το πόδι σου τον βράχο μπας και ακούσουν την ηχώ!
Πεισέτερος: Τι πονηριά! Πως σού ήρθε βρε σιχαμένε αυτή η ιδέα; Εγώ έχω μια πιο καλή. Να σου δώσω μια γερή στην ξερή σου κεφαλή!
Υπηρέτης: Ποιος νά'ναι; Ποιος έτσι δυνατά φωνάζει σαν να'ναι ντελάλης. Μωρέ αν ανοχλήσουν τον αφέντη θα τους σπάσω το κεφάλι.
Πεισέτερος: Μη φοβάσαι βρε κουτορνίθι! Ένα μόνο σου ζητάμε τον Τηρέα να φωνάξεις, αυτόν ήρθαμε να βρούμε, Τρέξε φώναξε μας το αφεντικό σου δυο λόγια να του πούμε. Κι εμείς από άνθρωποι ποθλιά θέλουμε να γίνουμε, φτερά να βγάλουμε και να πετάξουμε μακριά από τον κόσμο των ανθρώπων για πάντα να χαθούμε.
Υπηρέτης: Μα δεν μπορώ βρε άκαρδοι να τον ξυπνήσω τώρα, θα του κακοφανεί και ύστερα εμένα θα πάρει η κατηφόρα.
Πεισέτερος: Μα ας είναι ξύπνησε τον και μην φοβάσαι αν θα τα πάρει, είμαι εγώ κοντά σου τώρα. Χαλάρωσε..
Υπηρέτης: Ας είναι λοιπόν θα σας κάνω αυτή τη χάρη..
Τσαλαπετεινός: Ποιος είναι αυτος που τέτοια ώρα με ξυπνάει. Πες του να πάει να χαθεί, στο διάολο να πάει.
Πεισέτερος: Εσύ θα είσαι ο Τηρέας, που για 'σένα όλοι πια μιλούνε. Εμείς είμαστε θνητοί πολίτες της Αθήνας.
Τσαλαπετεινός: Και τι γυρέυετε εδώ στα μακρινά ετούτα μέρη; Ανάγκη μεγάλη πρέπει ως εδώ να σας έχει φέρει.
Πεισέτερος: Ήρθαμε εδώ ως ικέτες σε'σένα μια πόλη να μας βρείς χωρίς καθήκον κανένα. Όλη μέρα να'μαι σχόλη και να γιορτάζουν όλοι.
Τσαλαπετεινός: Μα αν κατάλαβα καλά εσείς θέλετε ολημερίς να κάθεστε σ'ένα κρεβάτι. Υπάρχει μια τέτοια πόλη στης ερυθράς την θάλασσας την άκρη.
Ευελπίδης: Τι είναι αυτα που λες τρελάθηκες τελείως να στείλουν να μας πάρουνε δεμένους σ'ένα πλοίο; Καμιά άλλη πόλη δεν ξέρεις ιδανική για μας τους δύο;
Τσαλαπετεινός: Δεν πάτε λέω εγώ σ'ένα νησί την Τήλο, που επιτρέπονται και οι γάμοι μεταξύ ομοφυλοφύλων;
Ευελπίδης: Για ποιούς μας πέρασες βρε βλάκα, για τίποτα γκέουλες ή μήπως μας κάνεις πλάκα;
Τσαλαπετεινός: Υπάρχουν και τα Ζωνιανά της όμορφης της Κρήτης όπου χαμός εγίνηκε απ'το πολύ χασίς.
Κυκλοφορούσε άφοβα το μπάφο και το μάυρο και πήγα και'γω να πάρω μήπως και δεν ξανάβρω.
Ευελπίδης: Του λόγου μου προμήθειες έχω ήδη πάρει το θέμα όμως είναι τι θα γίνει αν κάποιος σαν κι εσένα φτερά θα βγάλει;
Τσαλαπετεινός: Αα η ζωή τότε είναι εύκολη δεν θέλει πορτοφόλια. Σαν γίνεις πια πουλί θα καλοπερνάς και θα γυρνάς εδω κι εκεί.
Πεισέτερος: Αυτά είναι σαχλαμάρες χωρίς νόημα κανένα. Μια πόλη λέω εγώ να ιδρύσουμε ανάμεσα στη γη και στον αέρα. Να πάψετε να χαζοπερνάτε πότε εδω, πότε εκεί και πότε πιο πέρα.
Τσαλαπετεινός: Μα εμείς πώς να ιδρύσουμε μια τέτοια χώρα;
Πεισέτερος: Να,ανάμεσα στην γη και στους Θεούς υπάρχει ο αέρας. Εκεί είναι δυνατό να χτίσουμε μια τέτοια χώρα. Έτσι κάθε φορά που οι άνθρωποι θυσίες στουσ Θεούς θα προσφέρουν, οι Θεοί θα πληρώνουν σ'εμάς τα πουλιά φόρους. Μα αν αυτό δεν γίνετε απ'την πείνα θα πεθάνουν. Καθώς την άδεια δεν θα δίνεται η τσίκνα απ'τις θυσίες σ'αυτούς να φτάνει.
Τσαλαπετεινός: Μα τους Θεούς, ποτέ δεν άκουσα μια πιο έξυπνη ιδέα. Αν συμφωνούν και τα άλλα τα πουλιά αμέσως ιδρυτής, εγώ θα γίνω αυτής της χώρας.
Πεισέτερος: Τι κάθεσαι τότε άπραγος! Πήγαινε αμέσως και τα άλλα πουλιά να ειδοποιήσεις και βάλε μπροστά το σχέδιο να ιδρύσεις.
Τσαλαπετεινός: Φωνάζω αμέσως την αηδόνα, τα άλλα πουλιά να κράξει, Και όλα μαζί αφού έρθουν στην πλατεία να συνάξεις.
Ξύπνα αγαπημένη μου και ξεκίνα το τραγούδι και με την αθάνατη φωνή σου να μας φέρεις γούρι την νέα πόλη να ιδρύσουμε και όλοι μαζί καλά να ζήσουμε.....
Σημείωση: Για καλύτερη κατανόηση του θέματος του κειμένου διάβαστε τον πρόλογο του Βιβλιου “Αριστοφάνη Όρνιθες” της Γ' Γυμνασίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή