Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Γούντι Άλεν, ο τρομερότερος και πιο εμπνευσμένος σύγχρονος αμερικανός σκηνοθέτης κωμωδιών


O Γούντι Άλεν (Woody Allen), (όνομα γέννησης Άλεν Στιούαρτ Κένιγκσμπεργκ (Allen Stewart Königsberg)) γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1935 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.Είναι Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος, κωμικός, συγγραφέας και μουσικός του οποίου ο μεγάλος όγκος των έργων του και το εγκεφαλικό εκφραστικό ύφος του τον κατέστησαν έναν από τους πιο διάσημους και δημιουργικούς παραγωγούς ταινιών της σύγχρονης εποχής.

Γράφει και σκηνοθετεί τις ταινίες του ενώ έχει παίξει ρόλους σε πολλές από αυτές. Ο Άλεν αποδίδει μεγάλο μέρος της έμπνευσής του στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο και κυρίως στην πόλη της Νέας Υόρκης, όπου γεννήθηκε και έχει περάσει όλη του τη ζωή. Στην πραγματικότητα, η κινηματογραφική του περσόνα αποτελεί την ενσάρκωση ενός Εβραίου διανοούμενου της Νέας Υόρκης: νευρωτικός και εγωκεντρικός, κοσμοπολίτης και ταυτόχρονα ανασφαλής, με αυτοσαρκαστική αίσθηση χιούμορ. Έχει ύψος 1,65 μέτρα και βάρος 57 κιλά. Όντας μικρόσωμος, με αφρόντιστα μαλλιά, μεγάλη μύτη, τετράγωνα γυαλιά σε συνδυασμό με τα μπεζ, φαρδιά ρούχα που συνηθίζει να φοράει δημιουργούν το κάπως «χαζό» ύφος του.

Ο Woody Allen συνεχίζει μια 44χρονη πορεία, κάνοντας (σχεδόν) κάθε χρόνο και μια ταινία. Υπερπαραγωγικός ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος, συγγραφέας και ηθοποιός, θεωρείται ένας εκ των βασικότερων εκπροσώπων του σύγχρονου αμερικάνικου κινηματογράφου. Κάθε νέα του δουλειά κρύβει αυτοβιογραφικά στοιχεία, αυτό-ψυχαναλύει συμπλέγματα, θέτει καίρια και σοβαρά ερωτήματα, εναλλασσόμενη από την κωμωδία στο δράμα, αλλά πάντα καταφέρνοντας να διασκεδάζει και να ψυχαγωγεί. Κάποτε περισσότερο και κάποτε λιγότερο.

Αστειεύεται με την ανυπαρξία του θείου, με τους εβραίους όντας εβραϊκής καταγωγής, με την καταπιεστική μαμά του, σοβαρεύεται με τον έρωτα και τον αναθάνατο. Κάνει τους καημούς ταινίες, αυτοαναλύεται, αυτοδιαλύεται και αυτοσυναρμολογείται, αυτοαναδομείται και ανανεώνεται.

Λατρεύει τον Μπέργκμαν, τον Γκράουσο Μαρξ, τον Φελίνι, τον Κόουλ Πόρτερ, τον Τσέχωφ, τον Κάφκα, τον Γκέρσουιν, τον Προκόπιεφ, τον Σιντ Σήζαρ αλλά και τους κλασικούς τζαζίστες. Όλες του οι ταινίες έχουν εσκεμμένα μονοφωνικό ήχο, που παραπέμπει σε μια άλλη 'χρυσή εποχή'. Ενώ όλοι οι άλλοι προσπαθούν να κυκλώσουν τον θεατή με συστήματα ντόλμπι στέρεο σαράουντ, αυτός σκαρφίζεται πανέξυπνα αργόκαυστα πρελούδια γέλιου. Το έργο του καλύπτει όλα τα είδη, από το ντοκιμαντερίστικο στιλ (Ζέλιγκ) ως τις γελαστικές κωμωδίες (Ο Υπναράς, Μπανάνες), από τα θεατρικά δράματα (Ιδιωτικές υποθέσεις, Σεπτέμβρης) στα μιούζικαλ (Όλοι λένε σ' αγαπώ), αλλά και όλα τα ενδιάμεσα (Νευρικός εραστής, Μανχάταν, Η Χάνα και οι αδερφές της). Εσχάτως έχει ελαφρύνει αρκετά το στιλ του και ασχολείται με το μπουρλέσκ και το σλάπστικ. Μετά τους μετριότατους "Μικροαπατεώνες" και την ευρηματική αλλά κάπως ρηχή "Κατάρα του Πράσινου Σκορπιού", ξαναβρήκε τον οίστρο του "Παίζοντας στα τυφλά".

Η οδύσσεια του ακαταπόνητου αυτού εβραιοαμερικάνου από το Μανχάταν, μου θυμίζει εκείνο το παιδικό τραγουδάκι: φεγγαράκι μου λαμπρό / φέγγε μου να περπατώ / να πηγαίνω στο σινεμά / να μαθαίνω γράμματα [χασάπη] / γράμματα σπουδάματα / του άθεου Γούντι τα πράματα. Κανένας άλλος δεν προσπάθησε με τέτοιο σκυλίσιο πείσμα να σπάσει τα στεγανά και τις συμβάσεις του κωμικού και του εαυτού του, ώστε να αναδυθεί σε μια αυτούσια και αυτοτροφοδοτούμενη κωμική φυσιογνωμία, όσο ο τρυπο-Γούντιος. Αφού έγραφε επί χρόνια ατάκες για άλλους (π.χ. Μπομπ Χόουπ), άρχισε δειλά ως κωμικός επί σκηνής (standup and fly το λένε στην αμέρικα) κάπου στα 1961, μετατρέποντας την φυσική του ντροπαλοσύνη σε φλέβα γέλιου. Πετούσε τ' αστεία του σαν πολυβόλο, ξεροκατάπινε λες κι ήθελε να ξεράσει, έβαζε βραδύκαυστα φυτίλια και στο φινάλε τα πυροδοτούσε βαθμηδόν, σαν πυροτεχνήματα.
Η πρώτη του ταινία ήταν το τρελιάρικο και μετέπειτα καλτ "Τι νέα ψιψίνα;" (What's New, Pussycat?, 1965), όπου υπογράφει το σενάριο και κρατάει το ρόλο ενός ασθενούς. Ο βασικός πελάτης (ο Πήτερ Ο'Τουλ) του ψυχαναλυτή Φασμπέντερ (Πήτερ Σέλερς) δέχεται συνεχώς επιθέσεις γυναικών. Ο γιατρός προτάσσει τα στήθη του για να τον σώσει και να σωθεί κι αυτός, κι ο Τομ Τζόουνς μεγαλουργεί με το ομώνυμο άσμα των Bacharach/David. Η δεύτερη τρέλα ήταν ακόμη πιο χαρακτηριστική της εποχής: πήρε ένα γιαπωνέζικο καρακίτς θρίλερ τύπου Τζέιμς Μποντ (Kagi no kag, 1964) και μετέγραψε δικούς του γελοίους διαλόγους, κάνοντας το "What's Up, Tiger Lily?" (1966), ακόμα πιο χαζοχαρούμενο και ηλίθιο. Μια από τις φωνές της μεταγραφής ήταν και η τότε σύζυγός του Λούιζ Λάσερ (Happiness, Requiem for a Dream, Fast Food Fast Women). Την μουσική υπέγραψαν οι Lovin' Spoonful (εμφανίζονται κιόλας). Ακολούθησε αυτούσια η καρικατούρα του ήρωα του Ίαν Φλέμινγκ στο σπονδυλοαρθριτικό "Καζίνο Ρουαγιάλ" (1967).

Στα 1969 κάνει την πρώτη του σκηνοθετική παρουσία με το σπαρταριστό "Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία" (Πάρε τα λεφτά και τρέχα, Take the Money and Run). Ο μοντέρ της ταινίας Ralph Rosenblum θυμάται ότι στην πρώτη (αυτοκαταστροφική) εκδοχή ο Άλεν σφαγιάζεται αλά "Μπόνι και Κλάιντ". Το τέλος αυτό δεν είδε ποτέ του το λευκό πανί της οθόνης κι ο Γούντι φύλαξε τέτοιου είδους καφκικές υποτροπές για τις όψιμες δουλειές του. Ακολούθησε μια περίοδος καθαρόαιμης κωμωδίας, ένα κοκτέιλ Μανχάταν, γεμάτο από εξωφρενικά αστεία, εξωφρενικές καταστάσεις και δηκτικότατη κοινωνική σάτιρα. "Μπανάνες" (Bananas 1971), "Τα πάντα γύρω απ' το σεξ" (Everything You Always Wanted to Know About Sex [but were afraid to ask], 1972), "Ο υπναράς" (Sleeper 1973), "Ο ειρηνοποιός" (Love and Death, 1975).

"Ο νευρικός εραστής" (Annie Hall, 1977) είναι το πέρασμά του σε μια φάση πιο μεστή, εξίσου αστεία αλλά ταυτόχρονα πιο σοβαρή, πιο ενδοσκοπική και πιο προβληματισμένη ερωτικά και κοινωνικά. Μαζί με την 'ωριμότητα' έρχεται και η αναγνώριση: όσκαρ σκηνοθεσίας, όσκαρ σεναρίου (ομού με τον Marshall Brickman) και υποψηφιότητα ερμηνείας. "Φέτος είμαι ένας αστέρας" δηλώνει με υπερηφάνεια. "Λέτε του χρόνου να γίνω μαύρη τρύπα;" Λες και ήξερε τι έλεγε, κάνοντας τις "Ιδιωτικές υποθέσεις" (Interiors, 1978) πιάνει αυτόματα το άλλο άκρο. Ένα εσωστρεφές, μπεργκμανικό, αυτοπροσδιοριστικό δράμα, γεμάτο σύνθετα πλάνα - θεατρικές σκηνικές σπουδές, που δεν γνωρίζει ούτε καλλιτεχνική ούτε και εμπορική επιτυχία, παρά τις αρκετές του υποψηφιότητες (σκηνοθεσίας, σεναρίου, καλλιτεχνικής διεύθυνσης και γυναικείων ερμηνειών). Αυτές οι δυο ταινίες τον βοηθάνε να βρει την χρυσή τομή. Έκτοτε κατορθώνει, με μικρή ή μεγάλη επιτυχία, να ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα, στην τραγωδία (όχι μελό) και στην σάτιρα, στην αυτό-ψυχογραφία και στην ανάλυση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης.

Το "Μανχάταν" (Manhattan, 1979), είναι μια γλυκόπικρη ρομαντική κομεντί, μια μεγάλη επιτυχία με ευρεία αποδοχή από κοινό και κριτικούς. Ζωγραφίζει εκ νέου την Νέα Υόρκη με εξαίσιες μαυρόασπρες πινελιές, υπό τις έξοχες μουσικές σουίτες του Γκέρσουιν. Η πίκρα περισσεύει στο "Stardust Memories" (1980), αλλά γλυκαίνει και πάλι ρομαντικά στην "Σεξοκωμωδία καλοκαιρινής νύχτας" (A Midsummer Night's Sex Comedy,1982) με οδηγό τον Σαίξπηρ, για να απογειωθεί οριστικά στον χαμαιλέοντα "Ζέλιγκ" (Zelig,1983), όπου κρατάει αριστουργηματικά τον ομώνυμο ρόλο, χαρίζοντας μας μια σπάνια κινηματογραφική απόλαυση. Έπονται τα "Broadway Danny Rose" (1984), "Το πορφυρό ρόδο του Καϊρου" (The Purple Rose of Cairo, 1985), και οι νοσταλγικές "Μέρες ραδιοφώνου" (Radio Days, 1987) που τον φέρνουν μόνιμο υποψήφιο στην κατηγορία πρωτότυπου σεναρίου.

Ακολουθεί μια θεατρική περίοδος ως προέκταση και επι-στροφή στον δάσκαλο Μπέργκμαν και στον προάγγελο "Interiors". Ταινίες ακόμη πιο ώριμες, δραματουργικά στιβαρές, ερμηνευτικά μεστές, κάπως βαριές αλλά σίγουρα χαρακτηριστικές του ύφους και του ήθους του. Επιτυχέστερη όλων "Η Χάνα και οι αδερφές της" (Hannah and Her Sisters, 1986), για την οποία τσίμπησε ένα όσκαρ σεναρίου. Πιο 'σκοτεινές' και καταδυτικές ο "Σεπτέμβρης" (September 1987) και η "Άλλη γυναίκα" (Another Woman, 1988), που παραπέμπουν ενίοτε και στον Τζων Κασαβέτη. Το τέλος του υπαρξιακού αδιεξόδου και η επιστροφή στις κωμικές του εκρήξεις σηματοδοτούνται με τις "Απιστίες κι αμαρτίες" του 1989 (Crimes and Misdemeanors), όπου ξαναβρίσκει το κέφι του κι όπου αναδεικνύονται πολλοί αδικημένοι στο παρελθόν ηθοποιοί (με κορυφαίο τον Μάρτιν Λάνταου). Ξεσαλώνει ακόμη περισσότερο στις "Ιστορίες της Νέας Υόρκης" (New York Stories), τις οποίες μοιράζεται στα τρία με τους Σκορτσέζε και Κόπολα.

Η "Άλις" (Alice, 1990) φαίνεται πως κλυδωνίζει τις σχέσεις του με την πρωταγωνίστρια της ζωής του Μία Φάροου. Το 1992 είναι οριακή χρονιά για τον Άλεν. Τα χαιρέκακα πνιχτά γελάκια και τα κουτσομπολιά δίνουν χολή και παίρνουν εκδίκηση, απέναντι σε μια αχαλίνωτη ερωτική ζωή (ή σωστότερα ΖΩΗ) και μια ψευτοπουριτανική χολιγουντιανή κοινωνία. Αναγκάζεται πια να παραδεχθεί δημόσια τη σχέση του με την ασιάτισσα Σου Γι (η υιοθετημένη κόρη του ζεύγους Άλεν-Φάροου που έγινε ερωμένη του). 'Απολογείται' ειρωνικά με τους "Συζύγους κι εραστές" (Husbands and Wives), όπου η διαλεκτική φαγωμάρα με την Μία (=καμία) είναι σε πλήρη έξαρση. Ο Μπέργκμαν συναντά τον Κάφκα στις εκπληκτικές ασπρόμαυρες "Σκιές και ομίχλη" (Shadows and Fog), που θεωρούνται υπεροπτικές και υπέρμετρα φιλόδοξες από μεγάλη μερίδα κριτικών. Και θάβονται ωσαύτως, αφού ο δημιουργός τους τολμάει να διάγει έκλυτο βίο.

Τον 'βασιλιά' σώζει η παλιά αγαπημένη του Ντάιαν Κήτον (Play it again Sam, Ο υπναράς, Love and Death, Νευρικός εραστής, Ιδιωτικές υποθέσεις, Μανχάταν) που αντικαθιστά επάξια την πρώην Μία, στην απολαυστική κωμωδία "Μυστηριώδεις φόνοι στο Μανχάταν" (Manhattan Murder Mystery, 1993). Οι αναφορές στην "Κυρία της Σαγκάης" του Γουέλς αφορούν μάλλον τους κινηματογραφόφιλους. Οσονούπω συνδράμει ομοίως και η Ντάιαν Γουίστ (Το πορφυρό ρόδο του Καϊρου, Η Χάνα και οι αδερφές της, Μέρες ραδιοφώνου, Σεπτέμβρης), που ρεστάρει στις αρκούντως διασκεδαστικές και θεατρολάγνες "Σφαίρες πάνω απ' το Μπρόντγουεη" (Bullets Over Broadway, 1994), μαζί με μια πλειάδα σούπερ ερμηνευτών (Τσαζ Παλμιντέρι, Τζων Κιούζακ, Τζιμ Μπρόουντμπεντ, Τρέισι Ούλμαν, Τζακ Γουώρντεν κ.α). Είναι εξάλλου γνωστό από την εποχή της "Annie Hall", ότι άπαντες θέλουν να παίξουν σε μια ταινία του Γούντι Άλεν.

Ο ίδιος όμως τι έχει κάνει σε ταινίες 'άλλων'; Η αμιγής υποκριτική του δεινότητα είναι εξίσου αξιομνημόνευτη. Πέραν του προαναφερθέντος Τζίμυ Μποντ στο "Καζίνο Ρουαγιάλ", έχουμε το "Play It Again, Sam" (1972) του Χέρμπερτ Ρος, βασισμένο στην ομώνυμη θεατρική επιτυχία του Γούντι στο Μπρόντγουεη. Ακολουθεί η αντιμακαρθική, θεόπικρη "Βιτρίνα" (The Front, 1976) του Μάρτιν Ριτ. Πιο ένθεν οι "Σκηνές από έναν γάμο" (Scenes from a Mall, 1991) του Πωλ Μαζέρσκι, όπου στη θέση της Μία βρίσκεται η 'μέγαιρα' Μπέτι Μίντλερ. Στα συν υπολογίζεται και η σύντομη εμφάνισή του στον πειραματικό "Βασιλιά Ληρ" (King Lear, 1987) του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Μετά ήρθε η τηλεόραση. Τα κάνει όλα μόνος του στο δικό του θεατρικό και τώρα τηλεοπτικό έργο "Don't Drink the Water" (Μην πιεις νερό, 1994), ενώ απλά συμπρωταγωνιστεί με τον Πήτερ Φολκ στο επίσης τηλεθεατρικό "The Sunshine Boys" (1995) του Νηλ Σάιμον. Εσχάτως χάρισε το μαύρο χιούμορ του χασάπη στην θανατερή όσο και αντιθεϊκή σάτιρα "Μαζεύοντας τα κομμάτια" (Picking Up the Pieces, 2000) του Αλφόνσο Αράου.

Η περίοδος άπαντες-θέλουν-να-παίξουν-σε-μια-ταινία-του συνεχίζεται. Κωμωδίες σπαρταριστές, γεμάτες σπιρτόζικα φραστικά αστεία, αιχμηρά κι ανελέητα, γέλιο μέχρι δακρύων χωρίς ανάσα. Από την τολμηρή "Ακαταμάχητη Αφροδίτη" (Mighty Aphrodite, 1995) της Μόιρα Σορβίνο, στο νεοϋορκέζικο μιούζικαλ των μειονοτήτων "Όλοι λένε σ' αγαπώ" (Everyone Says I Love You, 1996). Από την αποδόμηση και το ξαναχτίσιμο του "Διαλύοντας τον Χάρι" (Deconstructing Harry, 1997) ως τις απίθανες κι απρόβλεπτες "Διασημότητες" (Celebrity, 1998). Εξαίρεση αποτελεί το μουσικό πορτραίτο "Συμφωνίες και ασυμφωνίες" (Sweet and Lowdown, 1999), που αναδεικνύει εκ νέου το παραμελημένο τάλαντο του Σων Πεν. Η χιλιετία κλείνει με την χειρότερη μέχρι σήμερα δουλειά του, τους "Μικροαπατεώνες" (Small Time Crooks, 2000). Είμαστε πια τόσο απαιτητικοί από τον μεγάλο έφηβο, τον ώριμο στοχαστή και τον ανατροπέα του εαυτού του, ώστε να μην μας ικανοποιεί μια σλάπστικ απομίμηση.

Ο νέος αιώνας δεν μπήκε αρκούντως δυναμικά. "Η κατάρα του πράσινου σκορπιού" (The Curse of the Jade Scorpion, 2001) μας έδωσε κάποιες στιγμιαίες αναλαμπές και την σπουδαία ερμηνεία της Έλεν Χαντ, αλλά μας άφησε τελικά ανικανοποίητους. Το τέλος του Χόλιγουντ (Hollywood Ending, 2002) όμως μοιάζει ένα πολύ αβανταδόρικο θέμα. Ο ελληνικός του τίτλος, "Παίζοντας στα τυφλά" [εν οίδα ότι ουδέν είδα ή εν είδα ότι ουδέν οίδα], αναφέρεται στην ανάκαμψη ενός σκηνοθέτη, που κατορθώνει να περατώσει μια ταινία όντας τυφλός και χωρίς οι συνεργάτες του να πάρουν χαμπάρι ότι δεν βλέπει. Όπως αντιλαμβάνεστε η ειρωνεία ξεκινάει απ' τον τίτλο και διαποτίζει αργά το σώμα - της ταινίας μέσα στην ταινία - και του αόμματου δημιουργού που δεν βλέπει την τύφλα του (κατά παράδοση ο ίδιος ο σκηνοθέτης).

Η περίοδος 2004-2010 ήταν από τις πιο δημιουργικές του και μας χάρισε ταινίες διαμάντια που θα τις θυμόμαστε για πολλά χρόνια :Melinda and Melinda 2004, Match Point 2005, Scoop 2006, Cassandra's Dream 2007, Vicky Cristina Barcelona 2008, Whatever Works 2009, You Will Meet a Tall Dark Stranger 2010.

Κλείνοντας, θέλω να σας αφήσω με κάποια ρητά και γνωμικά του γουντιαλενικού πνεύματος.

Για το Σεξ

«Αν είναι το σεξ βρώμικο; Μόνο αν γίνεται σωστά»
«Το σεξ είναι ότι πιο διασκεδαστικό πράγμα έχω κάνει ποτέ, χωρίς καν να γελάσω»
«Μην κατακρίνετε τον αυνανισμό. Είναι σεξ με κάποιον που αγαπώ».
«Το σεξ χωρίς αγάπη είναι μια άδεια εμπειρία. Αλλά από όλες τις άδειες εμπειρίες είναι μακράν η καλύτερη»
«Το σεξ ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα είναι κάτι καταπληκτικό, αν φυσικά μπεις ανάμεσα στον κατάλληλο άντρα και την κατάλληλη γυναίκα».
«Η σεξουαλική μου ζωή είναι μια καταστροφή. Την τελευταία φορά που ήμουν μέσα σε μια γυναίκα ήταν όταν επισκέφτηκα το Άγαλμα της Ελευθερίας. »
«Η αγάπη είναι η απάντηση, αλλά όσο περιμένεις για απαντήσεις, το σεξ θέτει μερικά πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα».
«Είμαι τόσο καλός εραστής, επειδή κάνω αρκετή ατομική προπόνηση».
«Αν είσαι bisexual αυτομάτως διπλασιάζεις τις πιθανότητες σου να κάνεις σεξ το βράδυ του Σαββάτου».
«Το σεξ ανάμεσα σε δύο ανθρώπους είναι κάτι πανέμορφο. Ανάμεσα σε πέντε ανθρώπους είναι φανταστικό».
«Πούλησα σημειώσεις τις σεξουαλικής μου ζωής σε έναν εκδοτικό οίκο. Τελικά θα τις κάνουν επιτραπέζιο παιχνίδι».

Για τον θάνατο

«Δεν είναι ότι φοβάμαι να πεθάνω, απλά δεν θέλω να είμαι εκεί όταν συμβεί»
«Ο θάνατος είναι κληρονομικός»
«Δεν θέλω να φτάσω στην αθανασία μέσω της δουλειάς μου… Θέλω να φτάσω εκεί απλά χωρίς να πεθάνω».

Για την εκπαίδευση

«Με έδιωξαν από το κολέγιο γιατί κόπηκα στο τεστ μεταφυσικής: κοίταξα μες στην ψυχή του διπλανού μου».
«Τα προβλήματα μου άρχισαν από νωρίς. Μικρός πήγα σε σχολείο για δασκάλους με ειδικές ανάγκες».

Αυτοσαρκασμός

«Το μόνο που έχω μετανιώσει στη ζωή μου είναι ότι δεν είμαι κάποιος άλλος»
«Με έκοψαν από την ομάδα σκακιού, λόγω του ύψους μου»
Για την οικογένεια του«Όταν οι γονείς μου κατάλαβαν ότι με είχαν απαγάγει έδρασαν αμέσως: έβαλαν ενοικιαστήριο στο δωμάτιο μου»
«Είμαι πολύ περήφανος για το χρυσό μου ρολόι. Ο παππούς μου μου το πούλησε στο νεκροκρέβατο του».
«Η μοναδική στιγμή που είχα ταυτόχρονο οργασμό με τη γυναίκα μου ήταν όταν ο δικαστής υπέγραψε τα χαρτιά διαζυγίου».
«Οι γονείς μου δεν με συμπαθούσαν. Όταν ήμουν μικρός μου έβαλαν ένα αρκουδάκι στην κούνια μου. Ζωντανό».

Διάφορες

«Τις προάλλες κάποιος έπεσε πάνω μου με το αυτοκίνητο και εγώ του είπα «να είναι καρπερός και να αναπαραχθεί». Βέβαια δεν χρησιμοποίησα αυτές ακριβώς τις λέξεις».
«Έκανα μαθήματα για γρήγορη ανάγνωση, κοιτώντας απλά το κέντρο της σελίδας. Μου πήρε 20 λεπτά να διαβάσω το «Πόλεμος και Ειρήνη». Μιλάει για τη Ρωσία».
«Μόνο να μου έστελνε ο Θεός ένα σημάδι! Ας πούμε μια μεγάλη κατάθεση στον τραπεζικό μου λογαριασμό στην Ελβετία».
«Λένε ότι οι καλοί κοιμούνται πιο ήσυχα το βράδυ από τους κακούς. Ναι αλλά οι κακοί διασκεδάζουν περισσότερο τις ώρες που είναι ξύπνιοι».
«Το 94.5% όλων των στατιστικών ερευνών είναι φτιαχτές»
«Κι αν όλα είναι μια ψευδαίσθηση και τίποτα δεν υπάρχει τελικά; Τότε σε αυτή την περίπτωση πλήρωσα πολλά για το χαλί μου».
«Γιατί να χαλάσεις μια καλή ιστορία λέγοντας την αλήθεια;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου